-
1 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
2 исправление
-я ουδ.1. επιδιόρθωση, επισκευή.2. διόρθωση, επανόρθωση (λάθους, χαρακτήρα κ.τ.τ.).διόρθωση (κειμένου, χειρογράφου κ.τ.τ.).3. εκτέλεση καθηκόντων•обязанностей секретаря η εκτέλεση των καθηκόντων του γραμματικού.
-
3 παρά-λειψις
παρά-λειψις, das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καϑηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.
-
4 παραλειψις
- εως ἥ1) пропуск, опущениеκατὰ παράλειψίν τινος Plut. — с опущением чего-л.
2) упущение3) рит. умолчание (лат. praeteritio) Arst. -
5 случай
1. (событие, происшествие) το συμβάν, το περιστατικό, το γεγονόςаварийный - το ατύχημα, η αβαρία (ξεν.)единичный - η σπάνια/μοναδική περίπτωσηнесчастный - το δυστύχημα, το ατύχημα2. (обстоятельства) η πε-ρίπτωσ/η 3.(благоприятное стечение обстоятельств)η ευκαιρία, η ευνοϊκή συγκυρία 4. см. случайность.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > случай
-
6 должность
должностьж ἡ θέση [-ις], τό ἀξίωμα:штатная \должность ἡ μόνιμη θέση· занимать \должность κατέχω θέση· назначать на \должность· διορίζω κάποιον освобождать от \должностьти ἀπαλλάσσω των καθηκόντων. -
7 исправность
исправн||остьж1. ἡ καλή κατάσταση2. (исполнительность) ἡ προθυμία, ἡ ἐπιμέλεια στήν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων. -
8 απαλλαγή
-
9 απαλλάσσω
απαλλάττω (αόρ. απήλλαξα) μετ. освобождать, избавлять;απαλλάσσω της φορολογίας — освобождать от налога;
απαλλάσσω της κατηγορίας — снимать обвинение, оправдывать;
απαλλάσσω της ποινικής διώξεως — прекращать уголовное преследование;
απαλλάσσω των καθηκόντων — увольнять, отстранять от работы; — давать отставку;
απαλλάσσω της στρατιωτικής υπηρεσίας — освобождать от воинской обязанности
-
10 καθήκον
(-οντος) τό1) задача;βασικό καθήκον — основная задача;
2) долг, обязанность;πλ. обязанности (служебные);συναίσθηση τού καθήκοντος — чувство долга;
άνθρωπος τού καθήκοντος — человек долга;
αναλαμβάνω καθήκοντα — брать на себя обязанности; — приступать к исполнению обязанностей; — вступать в должность;
απαλλάσσομαι των καθηκόντων μου — освобождаться от занимаемой должности;
υπερβαίνω τα καθήκοντα μου превышать свою власть;θεωρώ καθήκον μου — считать своим долгом, своей обязанностью;
επιβάλλω ως καθήκον — вменять что-л, в обязанность
-
11 вступить
-плю, -пишь ρ.σ.1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•
вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,
2. γίνομαι μέλος•вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.
3. οίρχίζω, ανοίγω•вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•
вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•
вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•
вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.
εκφρ.вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•во владение – γίνομαι κτήτορας•вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•- на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.
2. (απλ.) επεμβαίνω•-лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.
-
12 κατόρθωμα
A success, opp. εὐτύχημα, Arist.MM 1199a13, cf. Plb.1.19.12, Str.15.1.54, D.S.13.22, Plu.Mar.10; of literary style, Longin.33.1, 36.2: pl., opp. ἀποτεύγματα, Phld.Vit.p.35 J.; v.l. for διορθ-, Act.Ap.24.2 (pl.).2 that which is done rightly, virtuous action, in pl., opp. ἁμαρτήματα, Chrysipp.Stoic.2.295, al., cf. IG5(2).268.15 (Mantinea, i B.C.), etc.; τῶν καθηκόντων τὰ τέλεια, = τὰ κ., Stoic.3.134.4 Gramm., correct use, opp. βαρβαρισμός, Ph.1.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόρθωμα
-
13 παράλειψις
2 omission, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of.., Ath.11.490f ; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e ; opp. παραδοχή, Hierocl. in CA 19p.461M.3 a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al. 1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc. 263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6 ;κατὰ παράλειψιν Id.Inv.2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλειψις
-
14 ἀπαράβατος
ἀπαρά-βᾰτος, ον,A unalterable,εἱρμὸς αἰτιῶν Stoic.2.266
; ἐπιπλοκή, of causation, Chrysipp.ib.293;τάξις Plu.2.410f
;ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα Ocell.1.15
; infallible,προρρήσεις Iamb.VP28.135
, cf. Philum.Ven. 4.14; also of persons, Cat.Cod.Astr.8(4).215. Adv. - τως Chrysippsipp.Stoic.2.279.2 inviolable,κύρια καὶ ἀ. PRyl.65.18
(i B.C.), cf. PGrenf.1.60.7 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαράβατος
-
15 ἀπαραλόγιστος
ἀπαρα-λόγιστος, ον,A not to be deceived,τῶν καθηκόντων τήρησις Hierocl. in CA10p.437M.
; not liable to error, Nicom.Harm.6. Adv.- τως
undoubtedly,Ruf.
ap. Orib.45.30.55.II [voice] Act., not deceiving, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαραλόγιστος
-
16 ἄφροντις
A free from care, careless, c. gen.,ἄ. τοῦ θανεῖν E.Fr. 958
;τῶν καθηκόντων Plu.2.45d
;περί τινος Luc.Dem.Enc.25
: abs.,δίαιτα Plu.2.792b
(in acc. ἄφροντιν), cf. Max. Tyr.3.9: [comp] Comp.- έστερος Steph.in Hp.1.263
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄφροντις
-
17 ἐνέργεια
ἐνέργ-εια, ἡ,A activity, operation, opp. ἕξις (disposition), Arist.EN 1098b33, al.;ζῴου Plb.1.4.7
;ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη κατὰ κίνησιν ἐνεργείᾳ βλέπονται Epicur.Fr.2
; opp. ἀογία, Hierocl. in CA19p.461M.: pl., παντοδαπαὶ ἐ. Polystr.p.30 W.;ἐ. καὶ σπουδή PTeb. 616
(ii A.D.); physiological function, Gal.6.21; performance,τῶν καθηκόντων Ph.1.91
; activity, of drugs, Gal.6.467; force, of an engine, D.S.20.95 (but, mechanism, 'action', Hero Aut.1.7).b workmanship, Aristeas 59.2 esp. of divine or supernatural action, Ep.Eph.1.19, al., Aristeas 266;ἐ. θεοῦ Διὸς Βαιτοκαίκης OGI262.4
(Syria, iii A.D.); magical operation,ἱερὰ ἐ. PMag.Par.1.159
.3 pl., cosmic forces,Herm.
ap. Stob.1.41.6.4 Gramm., active force, opp. πάθος, D.T.637.29, A.D.Synt.9.9 (pl.), al.; ἐνέργειαι καὶ πάθη active and passive forms, Alex.Fig.2.14.5 Rhet., vigour of style, Arist. Rh. 1411b28.II in the philos. of Arist., opp. δύναμις, actuality, Metaph.1048a26, al.; opp. ὕλη, ib.1043a20; ἡ ὡς ἐ. οὐσία, substance in the sense of actuality, ib.1042b10; opp. ἐντελέχεια, as actuality to full reality, ib.1050a22, 1047a30; ἐνεργείᾳ actually, opp. δυνάμει, ib.1045b19, al., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέργεια
-
18 πλεονεκτέω
A- ήσω Th.4.62
, etc. ( πλέον ἐκτήσεται shd. be read in Pl.La. 192e):—Prose Verb, have or claim more than one's due, mostly in bad sense, to be greedy, grasping, Hdt.8.112, X.Mem.2.6.21, Pl.Grg. 483c, etc.2 also, gain or have some advantage, without any bad sense,δυνάμει τινὶ π. Th.4.62
, cf. 86; opp. ἐλαττοῦσθαι, Arist.Rh. 1360a3;πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ X. HG7.1.34
: abs., Arist.Rh. 1402b25, D.S.12.46;π. ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων Plb.6.56.2
: freq. with neut. Pron., π. ταῦτα, etc., Th.4.61, etc.3 c. gen. rei, have or claim a larger share of than others,τῶν ὠφελίμων Id.6.39
; τοῦ ἡλίου, τοῦ ψύχους, τῶν πόνων, X.Cyr.1.6.25, cf. Oec.7.26; δόξης, χάριτος, Arist.EN 1136b22, 1137a1.II c. gen. pers., have or gain the advantage over,τῶν ἐχθρῶν Pl.R. 362b
, cf. Hyp.Lyc.8, etc.;παρά τινος X.Cyr.1.6.32
(v.l.);παρ' ἀλλήλων Arist.Pol. 1292b19
; τινι in a thing, X.Cyr.4.3.21, etc.; ; ; also π. τῶν νόμων gain at the expense of the laws, Id.Lg. 691a; τῆς ὑμετέρας π. εὐηθείας take advantage of your simpleness, D.Prooem.24.2 later c. acc. pers., get or have the advantage over, D.H.9.7, Plu.Marc.29, Luc.Am.27: usu. in bad sense, overreach, defraud,πλεονεκτεῖν μηδένα Men.Mon. 259
, cf. 1 Ep.Thess.4.6, 2 Ep.Cor.7.2, D.Chr.17.8, D.C.52.37: in early writers only [voice] Pass. in this sense,ὑπό τινων X.Mem.3.5.2
; πλεονεκτεῖσθαι χιλίαις δραχμαῖς to be defrauded in or of 1, 000 drachmae, D.41.25. In Th.1.77 πλεονεκτεῖσθαι is impers., to be an act of πλεονεξία.3 [voice] Pass., to be surpassed, excelled, τινι Apollod.Poliorc.173.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονεκτέω
-
19 πλεον-εκτέω
πλεον-εκτέω, (ein πλεονέκτης sein) mehr haben, größern Antheil haden, voraus haben; περὶ τίνων ὁ κρείττων πλέον ἔχων δικαίως πλεονεκτεῖ, Plat. Gorg. 491 a; Ggstz von τὸ ἴσον ἔχειν, Isocr. 1, 38; τοσοῠτον αὐτῶν πλεονεκτοῠμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥςτε, Plat. Euthyphr. 15 a; τῶν ἐχϑρῶν, Rep. II, 362 b, u. öfter, überlegen sein, Einem; auch τινός τινι, Einem in Etwas, Xen. An. 3, 1, 37; τῶν ἄλλων περὶ τὸν πόλεμον, Plat. Lach. 183 a; Folgde; auch wie ein transit. c. accus., übertreffen, übervortheilen, Plut. Marcell. 29 D. Sic. 12, 45, – pass., πλεονεκτεῖται, Strat. 77 (XII, 238); Xen. Mem. 3, 5, 2; ἂν. φάσκῃ πλεονεκτεῖσϑαι ταῖς χιλίαις δραχμαῖς, Dem. 41, 25, er sei um 1000 Drachmen übervortheilt. – Auch = mehr haben wollen, Vortheil, Gewinn zu erhalten suchen, οὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων, Her. 8, 112; Vortheil erlangen, Thuc. 4, 62, Plat. Legg. III, 683 a, der so auch fut. med. πλεονεκτήσεται braucht, Lach. 192 e, πλεονεκτεῖν ἀπὸ τῶν μὴ καϑηκόντων, Pol. 6, 56, 2; a. Sp.
-
20 καθ-ήκω
καθ-ήκω, herabkommen, bei Aesch. Ch. 448, πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen, D. Cass. 39, 10. – Gew. sich bis wohin erstrecken, von Gegenden u. Landstrichen; zunächst auch hinab, nach dem Meere hin, ἡ γῆ ἐπὶ ϑάλασσαν καϑήκουσα Thuc. 2, 27, ὄρος μέγα ἐς ϑάλ. κατῆκον Her. 7, 22, ἐξήλυσις ἐς ϑάλ. κατήκουσα 7, 130, τὰ τείχη εἰς τὴν ϑάλ. καϑήκοντα Xen. An. 1, 4, 4; πέτραι καϑήκουσαι ἐπ' αὐτὸν ποταμόν 4, 3, 11; Sp., wie Paus. 2, 38, 4; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes, Αὐσχίσαι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ ϑάλασσαν Her. 4, 171; 5, 49; ἐπὶ ποταμόν 4, 178; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καϑήκοντες Thuc. 3, 96; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab, Xen. An. 3, 4, 24, u. ἡ Μηδία καϑήκει πρὸς τὴν Μεσοποταμίαν Pol. 5, 44, 6; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder, Plut. Rom. 3. – Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns, Aesch. 2, 25; τῆς βολῆς καϑηκούσης εἰς αὐτόν Plut. Alcib. 2; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel, Fab. 18; ähnlich Pol. καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, 4, 7, 1, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; so ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt, Arist. H. A. 8, 2; vgl. D. Hal. 2, 5; τῶν χρόνων ἤδη καϑηκόντων Pol. 5, 30, 7. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit, Soph. O. R. 75; πρὸ τοῦ καϑήκοντος χρόνου Aesch. 3, 126, wie αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit, Dem. 59, 80, vgl. 78; ἐν τῇ καϑηκούσῃ ὥρᾳ Arist. H. A. 6, 14. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ Dem. 19, 185, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht, οἷς καϑήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἀϑροίζεσϑαι Xen. An. 1, 9, 7; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit thun, Cyr. 1, 2, 5; τὰ καϑήκοντα ἐφ' ἑαυτὸν ποιεῖν Dem. 10, 37; bes. bei den Stoikern, die Pflicht, D. L. 7, 25; Cic. de off. 1, 3; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider, Pol. 6, 6, 7. – Her. 7, 19 ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… … Dictionary of Greek
Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… … Dictionary of Greek
Ολλανδικές Αντίλλες — (Nederlandse Antillen). Ομάδα νησιών (800 τ. χλμ. 188 501 κάτ.), που γεωγραφικά ανήκουν στην Κεντρική Αμερική.Αποτελούν αυτόνομη αποικία της Ολλανδίας, που διοικείται από κυβερνήτη, τον οποίο βοηθούν στην άσκηση των καθηκόντων του ένα Εκτελεστικό … Dictionary of Greek
ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… … Dictionary of Greek